Ἐλλοπίας

Ἐλλοπίας
Ἐλλοπίᾱς , Ἐλλόπιος
fem acc pl
Ἐλλοπίᾱς , Ἐλλόπιος
fem gen sg (attic doric aeolic)
Ἐλλοπίᾱς , Ἐλλοπία
the land of Dodona
fem acc pl
Ἐλλοπίᾱς , Ἐλλοπία
the land of Dodona
fem gen sg (attic doric aeolic)
Ἐλλοπίᾱς , Ἐλλοπίευς
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐλλοπίας — ἐλλοπίᾱς , ἐλλοπίης fish masc acc pl ἐλλοπίᾱς , ἐλλοπίης fish masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …   Dictionary of Greek

  • Θίσβης, δήμος — Νέος δήμος (4.480 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Δομβραίνης, Ελλοπίας, Θίσβης, Ξηρονομής και Προδρόμου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”